- γρατσουνώ
- (α), γρατσουνιέμαι см. γρατσουνίζω, γρατσουνίζομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδαχώ — ἀδαχῶ ( έω) (Α) ξύνω με τα νύχια μου, γρατσουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί *ὀδαχῶ < επίρρ. ὀδὰξ* (= δαγκώνοντας, με τα δόντια), με προληπτική αφομοίωση τού ο προς το α η δασύτητα (χ αντί κ) αναλογική (ρηματ. τύποι σε ξω, ξα μπορεί να ανάγονται σε… … Dictionary of Greek
αμύσσω — ἀμύσσω και ττω (Α) 1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω 2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ 3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ 4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει 5. Ιατρ.… … Dictionary of Greek
οδάχας — ὁδάχας (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «καταπύγων». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη είναι η σύνδεση τού τ. με το επίρρ. ὀδάξ «δαγκωτά». Κατ άλλους, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἀδαχῶ* «ξύνω με τα νύχια, γρατσουνώ»] … Dictionary of Greek
τσουγγρανίζω — και τσουγκρανίζω και τζουγγρανίζω και τζουγκρανίζω και τσαγ Υρουνίζω και τσαγκρουνίζω και τζαγκουρνίζω και ζουγκρανίζω Ν 1. καθαρίζω με την τσουγγράνα 2. γρατσουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρατσουνίζω / γρατσουνώ] … Dictionary of Greek